Λέσβος

Λέσβος
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι κάτοικοι του νησιού της Λέσβου κατάγονται από τη Θεσσαλία.
II
Νησί (1.630 τ. χλμ., 90.643 κάτ.) του βορειοανατολικού Αιγαίου πελάγους, στην είσοδο του Αδραμυττινού κόλπου, ΝΔ της μικρασιατικής ακτής, από την οποία τη χωρίζουν τα στενά της Μυτιλήνης (11-15 χλμ.) στα Α και των ακρωτηρίων Αργένου (Κόρακα) και Λεκτού ή Μπαμπά (9-10 χλμ.) στα Β. Είναι το τρίτο σε έκταση νησί της Ελλάδας, μετά την Κρήτη και την Εύβοια. Το μήκος των ακτών της φτάνει τα 370,4 χλμ. Η Λ. υπάγεται διοικητικά στον νομό Λ. (βλ. λ. Λέσβου, νομός) της περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, μαζί με τη Λήμνο και τον Άγιο Ευστράτιο. Πρωτεύουσα του νησιού και έδρα του νομού είναι η Μυτιλήνη (27.247 κάτ.). Σημαντικότερες κωμοπόλεις και οικισμοί του νησιού είναι το Πλωμάρι (3.377 κάτ.), ο Πολίχνιτος (2.763 κάτ.), η Αγιάσος (2.587 κάτ.), η Αγία Παρασκευή (2.268 κάτ.), η Καλλονή (1.732 κάτ.), ο Παππάδος (1.510 κάτ.), η Μήθυμνα ή Μόλυβος (1.497 κάτ.), η Πέτρα (1.246 κάτ.), ο Μανταμάδος (1.156 κάτ.), η Θερμή (1.113 κάτ.) και η Ερεσός (1.097 κάτ.).
Γεωγραφικά στοιχεία. Το ανάγλυφο της Λ. καθορίζεται βασικά από πολλούς απλούς λόφους, με δύο εξάρσεις, μία στο βόρειο τμήμα (Λεπέτυμνος, 968 μ.) και μία στο νότιο (Όλυμπος, 967 μ.), καθώς και από μια μεγάλη πεδινή έκταση. Στη Λ. υπάρχουν μεγάλοι ελαιώνες, κυρίως στο ανατολικό τμήμα της, αρκετά αμπέλια, και τα περισσότερα δάση από όλα τα νησιά του Αιγαίου (17% της επιφάνειάς της καλύπτονται από πεύκα, βελανιδιές, καστανιές κ.ά.). Τα περισσότερα πετρώματά της είναι ηφαιστειογενή, και μόνο στο ανατολικό τμήμα εμφανίζονται κρυσταλλικά πετρώματα. Ο διαμελισμός των ακτών του νησιού είναι χαρακτηριστικός. Στο νότιο τμήμα σχηματίζονται οι πλούσιοι σε αλιεύματα κόλποι της Καλλονής (αρχ. «εύριπος της Πύρρας») και της Γέρας, οι οποίοι εισχωρούν βαθιά στην ξηρά, ενώ η είσοδός τους είναι τόσο κλειστή ώστε δίνουν την εντύπωση λιμνοθάλασσας. Στο βορειοδυτικό τμήμα υπάρχει ο ανοιχτός κόλπος της Πέτρας και στο ανατολικό ο κόλπος του Μακρυγιαλού Μανταμάδου, επίσης ανοιχτός. Η Λ. έχει αρκετές ιαματικές θερμοπηγές, κυριότερες από τις οποίες είναι της Θέρμης, του κόλπου της Γέρας, του Πολιχνίτου (η θερμότερη της Ευρώπης), του Λισβορίου και της Εφταλούς.
Οικονομία. Η οικονομία του νησιού βασίζεται κυρίως στην ελαιοπαραγωγή, το προϊόν της οποίας θεωρείται εξαιρετικό. Εκτεταμένη είναι και η δενδροκαλλιέργεια. Οι κάτοικοι ασχολούνται επίσης με την κτηνοτροφία (κυρίως εκτροφή προβάτων) και την αλιεία, καθώς η Λ. είναι ένα από τα κυριότερα αλιευτικά κέντρα της Ελλάδας, αφού βρίσκεται στο κέντρο της περιοχής ιοχθυομετανάστευσης από τον Εύξεινο πόντο. Η βιομηχανική και βιοτεχνική δραστηριότητα είναι επίσης ανεπτυγμένη. Στο νησί λειτουργούν ελαιουργικά κέντρα, σαπωνοποιίες και πυρηνουργίες. Ένας ιδιαίτερος κλάδος είναι η παραγωγή ούζου, για το οποίο φημίζεται το νησί και έχει λάβει προστασία ονομασίας προέλευσης του προϊόντος από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Λειτουργούν επίσης βιομηχανίες κονσερβοποίησης και συσκευασίας αλιπάστων, καθώς και βιοτεχνίες αγγειοπλαστικής. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ασχολείται πλέον επαγγελματικά με τον τουρισμό.
Τα αξιοθέατα του νησιού, εκτός από την υπέροχη φύση του, είναι πάρα πολλά. Κατ’ αρχήν, η πρωτεύουσα Μυτιλήνη διαθέτει θαυμάσια νεοκλασικά κτίρια, ενδιαφέρον αρχαιολογικό και βυζαντινό μουσείο, μουσείο που είναι αφιερωμένο στον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, το μουσείο μοντέρνας τέχνης του Τεριάντ κ.ά. Υπάρχουν πολλά αρχαιοελληνικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά ερείπια (ίχνη αρχαίας πόλης στην Άντισσα, στη Μήθυμνα, στην Ερεσό, στη Θερμή κ.α., ρωμαϊκό υδραγωγείο στη Μόρια, μεσαιωνικό κάστρο της Μυτιλήνης, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα της Μεσογείου, ερείπια ενετικών κάστρων στην Άντισσα και στη Μήθυμνα, τουρκικό κάστρο Σιγρίου του 18ου αι.) και πλήθος βυζαντινών εκκλησιών και μοναστηριών. Υπάρχει επίσης το περίφημο απολιθωμένο δάσος στο Σίγρι της Ερεσού (βλ. λ. απολιθωμένα δάση), δηλαδή απολιθωμένοι κορμοί δέντρων της τριτογενούς περιόδου, μικρότερες εμφανίσεις των οποίων συναντώνται και σε άλλα μέρη του νησιού, και τέλος θερμές πηγές στη λουτρόπολη της Θερμής κ.α.
Μυθολογία. Οι πρώτες εγκαταστάσεις κατοίκων στη Λ. συνδέονται κατά την παράδοση με διάφορους μύθους και ονόματα γνωστών ηρώων. Σύμφωνα με την αρχαιότερη διήγηση, η οποία όμως καταγράφηκε σε μεταγενέστερους χρόνους (Διόδωρος ο Σικελιώτης), πολλοί λαοί εγκαταστάθηκαν διαδοχικά στο νησί. Πρώτοι από όλους, επτά γενεές πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, έφτασαν Αργείοι με αρχηγό τον Ξάνθο, γιο του Τριόπου. Μετά τον κατακλυσμό, όταν το νησί είχε ερημώσει, ο Μακαρεύς, γιος του Κρινάκου από την Ώλενο της Αχαΐας, εγκατέστησε νέους κατοίκους και επεκτάθηκε σε γειτονικά νησιά, τα οποία πήραν το όνομά του (Μακάρων νήσοι). Από την επόμενη γενιά, ένας εγγονός του Αιόλου, ο Λέσβος (βλ. λ.), εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους αποίκους, παντρεύτηκε την κόρη του Μακαρέα Μήθυμνα και έδωσε στο νησί το όνομά του και στις πόλεις τα ονόματα των θυγατέρων του Μακαρέα, Μυτιλήνη και Μήθυμνα. Η τελευταία αυτή παράδοση, αν και ανήκει στον χώρο της μυθολογίας, αποτελεί μια ένδειξη για τη συγγένεια των κατοίκων της Λ. με τους Θεσσαλούς, και γενικότερα με τους Αιολείς. Μετά τον Τρωικό πόλεμο αναφέρονται αιολικές εκστρατείες στη Λ. με αρχηγούς τους γιους και απόγονους του Ορέστη. Αν και η σχηματική αυτή παράδοση για τους αποικισμούς γενικά στο ανατολικό Αιγαίο φαίνεται ότι είναι δημιούργημα του 5ου αι. π.Χ., τα ονόματα τουλάχιστον των ιδρυτών εικάζεται ότι προέρχονται από τοπικές παραδόσεις. Οπωσδήποτε, κατά τους ιστορικούς χρόνους, η διάλεκτος της Λ., καθώς και της Αιολίδας, παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τη θεσσαλική και τη βοιωτική, ενώ τον 5o αι. π.Χ. Αιολείς της Λέσβου και της Κύμης αναγνώρισαν συγγένεια με τους Βοιωτούς.
Ιστορία
Προϊστορία. Δεν έχει απαντηθεί ακόμη το ερώτημα πότε εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά ελληνικά φύλα στη Λ. Στην ιωνική ποίηση του 8ου αι. π.Χ. καταγράφεται ελληνική κατοχή του νησιού πριν από τον Τρωικό πόλεμο και στον Ύμνο στον Δηλιακό Απόλλωνα η κατοχή αυτή παρουσιάζεται ως αιολική («Μάκαρος έδος Αιολίονα»). Αυτό όμως δεν αποδεικνύεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα, κυρίως επειδή δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη αρκετές ανασκαφές. Είναι γνωστοί δώδεκα προϊστορικοί συνοικισμοί, οι περισσότεροι παραλιακοί και μόνο τέσσερις μεσογειακοί. Από αυτούς όμως συστηματικά έχει ανασκαφεί μόνο ο συνοικισμός της Θερμής στην ανατολική ακτή της Λ., απέναντι από τη Μικρά Ασία, και κατά ένα μέρος της Άντισσας στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Φαίνεται ότι περισσότερο πυκνοκατοικημένη ήταν η περιοχή του κόλπου της Καλλονής. Η μεγαλύτερη ακμή και διάρκεια των συνοικισμών, που άρχισαν να αναπτύσσονται κατά την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, συνέπεσε με την πρώιμη εποχή του χαλκού. Κατά την Αγγλίδα αρχαιολόγο Λαμπ, η οποία είχε διενεργήσει τις ανασκαφές στη Θερμή και στην Άντισσα, η Θερμή κατοικήθηκε κατά το 3200 ή 3100 έως περίπου το 2400 π.Χ., από έναν κλάδο του λαού που δημιούργησε τον ιδιάζοντα πολιτισμό στη δυτική Μικρά Ασία με κέντρο την Τροία και ο οποίος εξαπλώθηκε ΒΔ έως τη Θράκη και τη Μακεδονία και επηρέασε τους λαούς της Ελλάδας. Οι προϊστορικοί κάτοικοι της Θερμής ήταν μια ειρηνική αγροτική κοινότητα που ζούσε σε καλοχτισμένα πέτρινα σπίτια χωρίς οχύρωση. Ξεχωρίζουν πέντε πόλεις από τις οποίες οι I και II πρέπει να διήρκεσαν από το 3200 έως το 3000, η III Α και Β από το 3000 έως το 2800, ενώ οι IV και V από το 2800 έως το 2400 π.Χ. Οι τρεις πρώτες ήταν σύγχρονες με την Τροία I και ανοχύρωτες, ενώ η τέταρτη και η πέμπτη σύγχρονες της Τροίας II. Η πέμπτη πόλη, από τον φόβο επίθεσης των μετακινούμενων λαών της κεντρικής Μικράς Ασίας, οχυρώθηκε με προστατευτικό περίβολο και πύργους, αλλά πριν από την τελευταία φάση της Τροίας II εγκαταλείφθηκε. Ακολούθησε ένα μεσοδιάστημα κατά το οποίο η Θερμή παρέμεινε ακατοίκητη, η αρχή του οποίου συνέπεσε με το τέλος της πρώιμης εποχής του χαλκού, αλλά η διάρκειά του είναι άγνωστη. Η πόλη πιθανολογείται ότι κατοικήθηκε ξανά κατά τη διάρκεια μέσης εποχής του χαλκού, περίπου έως το 1200 π.Χ., οπότε καταστράφηκε από πυρκαγιά. Ήδη, περίπου από το 1400 π.Χ., είχε δεχτεί τη μυκηναϊκή επίδραση και το τέλος της ίσως έχει κάποια σχέση με την εκστρατεία του Αχιλλέα στο νησί, την οποία αναφέρει ο Όμηρος (Ιλιάδα Θ, 660). Οι ελάχιστες διαφορές στην κεραμική της Θερμής μεταξύ της μέσης και ύστερης εποχής του χαλκού (γκρίζα και κόκκινα αγγεία τροχήλατα) υποδηλώνουν ότι δεν υπήρξε αλλαγή φυλής ή πολιτισμού. Επίσης, η συγγένεια των κατοίκων της Θερμής της μέσης εποχής του χαλκού με τους κατοίκους των πέντε πόλεων της πρώιμης εποχής είναι ολοφάνερη (όμοιοι τύποι σπιτιών, όμοια εργαλεία), παρότι η γκρίζα και κόκκινη κεραμική είναι νέο στοιχείο στη Λ. Το πιθανότερο είναι ότι κανένα νέο στοιχείο στον πληθυσμό της Θερμής δεν ήταν πολύ δυνατό και ότι το πρώτο φύλο, της πρώιμης εποχής του χαλκού, εξακολούθησε να έχει την κυριαρχία παρά τις ξένες επιδράσεις. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τους άλλους προϊστορικούς συνοικισμούς, σύμφωνα με τα δεδομένα της ανασκαφικής έρευνας. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο δύσκολο από το γεγονός ότι η τοπική παράδοση των μονόχρωμων γκρίζων αγγείων στο νησί συνεχίστηκε και κατά τη γεωμετρική εποχή, έως και τους αρχαϊκούς χρόνους, χωρίς να σημειωθεί διακοπή στο τέλος της εποχής του χαλκού, όπως αποδείχθηκε από τις ανασκαφές της αρχαίας Άντισσας. Νέες ανασκαφές στον προϊστορικό συνοικισμό του Κουρτηρίου του κόλπου της Καλλονής, όπου η ζωή φαίνεται ότι ήταν συνεχής από την υπονεολιθική περίοδο έως και τη γεωμετρική, στη Μυτιλήνη, η δύναμη της οποίας στους κλασικούς χρόνους συνδέεται από μερικούς επιστήμονες με την εξάπλωση των αιολικών φύλων, και στο σημαντικότερο αιολικό ιερό του νησιού, στην Κλοπεδή, θα λύσουν ίσως στο πρόβλημα της εγκατάστασης του ελληνικού στοιχείου στη Λέσβο.
Αρχαϊκή και κλασική εποχή. Οι πρωτογεωμετρικοί και γεωμετρικοί χρόνοι ήταν μια σκοτεινή περίοδος για τη Λ. Κυριαρχούσαν τα μονόχρωμα γκρίζα αγγεία, ενώ ελάχιστα επείσακτα πρωτογεωμετρικά και γεωμετρικά όστρακα έχουν βρεθεί στην Άντισσα και στη Μυτιλήνη. Κύρια ασχολία των κατοίκων εικάζεται ότι ήταν η καλλιέργεια της γης και η ναυτιλία. Η γη της Λ. ήταν ανέκαθεν πλούσια και η ζωή εύκολη. Λεσβιακοί αμφορείς στη Σμύρνη και στην Αθήνα αποδεικνύουν ότι η εξαγωγή του κρασιού στη Λ. άρχισε από τον 7o αι. π.Χ. Οι πόλεις ήταν μικρές και φαίνεται ότι σχημάτισαν από νωρίς ένα είδος αμφικτιονίας με πρωτεύουσα τη Μυτιλήνη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πάντα τους κατοίκους του νησιού με την κοινή ονομασία Λέσβιοι ή μόνο ως Μυτιληναίους και η νομισματοκοπία κατά πόλεις υπήρξε πολύ μεταγενέστερη. Πολύ νωρίς, πριν από το 700 π.Χ., οι Μυτιληναίοι έλεγχαν τις αιολικές πόλεις και συνοικισμούς της απέναντι μικρασιατικής ακτής φτάνοντας έως τα Δαρδανέλια. Η Λ. και η Κύμη της Μικράς Ασίας, θεωρήθηκαν τα σπουδαιότερα αιολικά κέντρα και μητροπόλεις των περίπου 30 αιολικών πόλεων της περιοχής του όρους Ίδη. Οι πέντε σημαντικότερες πόλεις της Λ. ήταν η Μυτιλήνη, η Μήθυμνα, η Άντισσα, στη βορειοδυτική ακτή του νησιού, η Πύρρα, στον μυχό του κόλπου της Καλλονής, και η Ερεσός, στη νοτιοδυτική παραλία του νησιού. Μία έκτη πόλη, η Αρίσβη, καταστράφηκε τον 5ο αι. π.Χ. από τους Μηθυμναίους. Έτσι, η Λ. ήταν χωρισμένη σε πέντε μεγάλες επικράτειες, οι οποίες ελέγχονταν από τις πόλεις.
Πρώτο πολίτευμα των λεσβιακών πόλεων φαίνεται ότι ήταν η βασιλεία, η οποία καταλύθηκε τον 7o αι. π.Χ. και αντικαταστάθηκε από ολιγαρχικά πολιτεύματα ή τυραννίες – πρώτα στη Μυτιλήνη, αλλά και στις υπόλοιπες πόλεις. Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. η Μυτιλήνη, αφού ξεπέρασε, χάρη στον σοφό Πιττακό, τις εσωτερικές διενέξεις και ταραχές, στις οποίες έλαβε μέρος και ο ποιητής Αλκαίος, επιβλήθηκε στις άλλες πόλεις και τιμώρησε τους ηττημένους απαγορεύοντάς τους την εκπαίδευση των παιδιών τους («ηνίκα της θαλάσσης ήρξαν Μυτιληναίοι τοις αφισταμένοις των συμμάχων τιμωρίαν εκείνην επήρτησαν: γράμματα μη μανθάνειν τους παίδας αυτών, μηδέ μουσικήν διδάσκεσθαι· πασών κολάσεων ηγησάμενοι βαρυτάτην είναι τούτων εν αμαθεία και αμουσία καταβιώναι», αναφέρει ο Αιλιανός, Ζ, 25).
Η Λ. αναπτύχθηκε σε ισχυρή ναυτική δύναμη, η συμμαχία της έγινε περιζήτητη και ο πλούτος της μεγάλος. Το 570 π.Χ. οι Μυτιληναίοι ήταν οι μόνοι Αιολείς που έλαβαν μέρος στον αποικισμό της Ναύκρατης στην Αίγυπτο. Όταν, στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. ο Κροίσος ανάγκασε σε «φόρου απαγωγήν» τους Μικρασιάτες, με τους Λεσβίους «ξενίην συνεθήκατο». Ως σύμμαχοι των Μιλήσιων στον πόλεμο κατά του Πολυκράτη της Σάμου υποχρεώθηκαν μετά την ήττα τους να σκάψουν όλη την τάφρο γύρω από τη Σάμο. Επί Κύρου η Λ. έγινε φόρου υποτελής στους Πέρσες με συνθήκη και υποχρεώθηκε να τους ακολουθεί στις εκστρατείες (επί Καμβύση κατά της Αιγύπτου, επί Δαρείου κατά των Σκυθών). Μετά την υποδούλωση των πόλεων της Μικράς Ασίας από τον Άρπαγο, παραδόθηκε εκούσια στους Πέρσες, οι οποίοι εγκατέστησαν τύραννο τον Κώη, γιο του Εξάνδρου (Ηρόδοτος, Ε, 38). Όταν οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας επαναστάτησαν κατά των Περσών, με αρχηγό τον Αναξαγόρα τον Ιστιαίο (499-498 π.Χ.), οι Λέσβιοι σκότωσαν τον τύραννο και συντάχθηκαν με τους επαναστάτες συμμετέχοντας με 70 τριήρεις στη ναυμαχία της Λάδης. Μετά την ήττα της Λάδης (494 π.Χ.) υποτάχθηκαν πλήρως στους Πέρσες και εξαναγκάστηκαν, όπως και οι άλλες πόλεις και τα νησιά της Μικράς Ασίας, να εκστρατεύσουν με τον Ξέρξη με 60 πλοία κατά της Ελλάδας (Ηρόδοτος, Ζ, 195).
Μετά τη ναυμαχία της Μυκάλης και την ήττα των Περσών οι Λέσβιοι έγιναν δεκτοί, το 477, στο συμμαχικόν των Ελλήνων «πίστει τε καταλαβόντες και ορκίοισι εμμενέειν και μη αποστήσεσθαι». Κατά την αποστασία της Σάμου από τη συμμαχία (440 π.Χ.) τάχθηκαν με το μέρος των Σαμίων και μετά την ήττα τους γλίτωσαν μεν την τιμωρία από τους Αθηναίους, αλλά περίμεναν την κατάλληλη στιγμή να απαλλαγούν από την αθηναϊκή ηγεμονία. Θεώρησαν ότι βρήκαν την ευκαιρία στο τέταρτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου. Τότε ολόκληρη η Λ., εκτός από τη Μήθυμνα, αποστάτησε (Θουκυδίδης, ΙΙΙ 2,1). Η Μυτιλήνη πολιορκήθηκε και, κατά το τέλος του χειμώνα του 427 π.Χ., αφού ο Αθηναίος στρατηγός Πάχης υπέταξε την Άντισσα, την Πύρρα και την Ερεσό, παραδόθηκε με βαρύτατους όρους, γλιτώνοντας την τελευταία στιγμή την ολοκληρωτική καταστροφή. Η γη της Λ., εκτός της περιοχής της Μηθύμνης, μοιράστηκε σε 3.000 κλήρους, από τους οποίους οι 300 αφιερώθηκαν στους θεούς και οι 2.700 σε Αθηναίους κληρούχους, οι οποίοι όμως τους άφησαν στους Λεσβίους αντί μισθώματος μίας μνας (200 δραχμών) κατά κλήρο, και επέστρεψαν στην Αθήνα, ενώ λίγοι έμειναν ως φρουροί των πόλεων. Ύστερα από νέες προσπάθειες αποστασίας, το 415 π.Χ., και από τις επιχειρήσεις των Σπαρτιατών με τον Καλλικρατίδα οι οποίες απέτυχαν (406 π.Χ.), η Λ. εξακολούθησε να παραμένει υπό την κυριαρχία των Αθηναίων. Μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς (405 π.Χ.), ο Λύσανδρος κυρίευσε όλες τις πόλεις της Λ. και τις υπέταξε στη Σπάρτη. Το 392 π.Χ., μετά τη ναυμαχία της Κνίδου, η Μυτιλήνη περιήλθε και πάλι στους Αθηναίους και ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος υπέταξε και τις υπόλοιπες πόλεις. Με την Ανταλκίδειο ειρήνη (387 π.Χ.) η Λ. έγινε αυτόνομη, αλλά δύο χρόνια αργότερα περιήλθε και πάλι στην εξουσία των Λακεδαιμονίων και το 369 προσχώρησε στη Β’ Αθηναϊκή συμμαχία. Κατά τον συμμαχικό πόλεμο (357) όμως αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την περσική κυριαρχία και να δεχτεί ολιγαρχικό πολίτευμα. Αργότερα οι Λέσβιοι συμμάχησαν με τον Μέγα Αλέξανδρο, μετά τη νίκη του στον Γρανικό ποταμό, αλλά ο Μέμνων ο Ρόδιος, τον οποίο έστειλαν οι Πέρσες με 300 πλοία, τους ανάγκασε να παραδοθούν με βαρείς όρους. Ο στρατηγός Αιγήλογος, σταλμένος από τον Αλέξανδρο με ισχυρή ναυτική δύναμη, απελευθέρωσε τις πόλεις από την περσική κυριαρχία και από τους διορισμένους από τους Πέρσες τύραννους.
Από τον 7o αι. π.Χ., παράλληλα προς τη μεγάλη οικονομική ευμάρεια, παρουσιάστηκε στη Λ. μια πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση, από τις σημαντικότερες στον ελληνικό χώρο. Η μουσική και η ποίηση υπήρξαν οι πιο αγαπημένες ασχολίες των Λεσβίων. Ο Τέρπανδρος ο Αντισσαίος, ο Αρίων ο Μηθυμναίος, η Σαπφώ, ο Κοιτίων ο Μυτιληναίος, ήταν από τους περιφημότερους μουσικούς της αρχαιότητας. Η λυρική ποίηση στη Λ. έχει τους άριστους εκπροσώπους της, τη Σαπφώ και τον Αλκαίο, ενώ η επική εκπροσωπείται από τον Λέσχη τον Πυρραίο και τον Τέλεσι τον Μηθυμναίο. Ο Αισυμνήτης Πιττακός θεωρήθηκε ένας από τους 7 Σοφούς της αρχαιότητας. Οι ιστορικοί Ελλάνικος ο Μυτιληναίος, Μυρσίλος ο Μηθυμναίος, Ερμείας ο Μηθυμναίος και Χάρης ο Μυτιληναίος, οι φιλόσοφοι Θεόφραστος ο Ερέσιος και Κράτιππος ο Μυτιληναίος, οι ρήτορες Αισχίνης, Ποτάμων και Λεσβώναξ, ήταν από τους διασημότερους άνδρες της αρχαίας Ελλάδας.
Ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλέξανδρου, κατά τους χρόνους των Επιγόνων, η Λ. έχασε τη δύναμή της και την επιφανή θέση την οποία είχε μέχρι τότε στον αρχαιοελληνικό κόσμο. Σπανίως αναφερόταν πλέον από τους ιστορικούς της εποχής. Από τα σημαντικότερα γεγονότα ήταν η καταστροφή της Άντισσας από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.) και η μεταφορά των κατοίκων της στη Μήθυμνα. Η ρωμαϊκή κυριαρχία συμπληρώθηκε κατά τον Μιθριδατικό πόλεμο (88 π.Χ.) από τον Μάρκο Μινούκιο Θέρμο, ο οποίος κατέλαβε αμαχητί ολόκληρο το νησί και κατέστρεψε τη Μυτιλήνη, εκδικούμενος για τη βοήθεια των Λεσβίων προς τον Μιθριδάτη και για τον θάνατο του Ρωμαίου στρατηγού Μανίου Aκυλίου. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο οι δύο από τις πέντε μεγάλες πόλεις, η Άντισσα και η Πύρρα, και εμφανίστηκε και πάλι ως πολυπληθέστερη η Μυτιλήνη. Ο Πομπήιος, κάνοντας χάρη στον φίλο του ιστορικό Θεοφάνη τον Μυτιληναίο, ανακήρυξε τη Λ. αυτόνομη και σχεδόν ελεύθερη. Οι επιφανέστεροι Ρωμαίοι (Πομπήιος, Αγρίππας, Γερμανικός) την επισκέφτηκαν, έγιναν δεκτοί με τιμές και προσέφεραν στους κατοίκους αξιώματα και αγαθά. Το 52 μ.Χ., επί Τιβέριου Κλαυδίου, η Λ. γνώρισε τον χριστιανισμό από τον Απόστολο Παύλο. Το 70 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός κατάργησε την αυτονομία και η Λ. έγινε απλή επαρχία έως τους χρόνους του Αδριανού, ο οποίος αποκατέστησε τα προηγούμενα προνόμια.
Βυζαντινή εποχή. Κατά τους χριστιανικούς και πρώτους βυζαντινούς χρόνους, η Λ. έζησε ειρηνικά και άκμασε, απολαμβάνοντας τα προνόμια και την προστασία των αυτοκρατόρων. Ελάχιστα είναι γνωστά για την ιστορία της από τις σύγχρονες πηγές, η ύπαρξη όμως ακμαίων οικισμών κατά την ύστερη αρχαιότητα και ο μεγάλος αριθμός παλαιοχριστιανικών βασιλικών σε ολόκληρο το νησί μαρτυρούν ότι η Λ. γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη αυτή την εποχή. Περίπου 57 βασιλικές έχουν επισημανθεί, από τις οποίες πέντε έχουν ανασκαφεί: δύο τρίκλιτες βασιλικές στην Ερεσό, του Αγίου Ανδρέα και η βασιλική Αφεντέλλη, του πρώτου και του δεύτερου μισού του 5ου αι. μ.Χ., με πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα και γλυπτικό διάκοσμο· η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στο Υψηλομέτωπο, με εξαιρετικό πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο, του δεύτερου μισού του 6ου αι.· η βασιλική Αγίου Γεωργίου στο Χαλινάδο, του δεύτερου μισού του 6ου αι.· και η βασιλική της Αχλαδερής, κοντά στην αρχαία Πύρρα. Όπως δείχνει η θέση των οικισμών και των βασιλικών, ο πληθυσμός συγκεντρώθηκε τότε στα παράλια ή σε κοιλάδες ανοιχτές προς τη θάλασσα, ενώ οι εντελώς ορεινές περιοχές μάλλον δεν κατοικούνταν.
Η ειρηνική ζωή έλαβε τέλος κατά τον 8o αι., όταν άρχισαν επιδρομές διαφόρων λαών, όπως των Σλάβων (769), των Σαρακηνών (821, 881 και 1055), του πορθητή της Σμύρνης Τζαχά (1084), των Βενετών (1128), των ιδιαίτερα σκληρών Καταλανών πειρατών στα τέλη του 13ου αι. κ.ά. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), η Λ. περιήλθε στον Βαλδουίνο Α’, ανακτήθηκε το 1224 από τον Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη και προσαρτήθηκε οριστικά στη Βυζαντινή αυτοκρατορία το 1261. Τότε δημιουργήθηκε στη Μυτιλήνη η πρώτη παροικία Γενοβέζων, με τη συνθήκη του Νυμφαίου. Το 1333, ο Γενοβέζος ηγεμόνας της Φώκαιας Ντομένικο Κατάνια κατέλαβε την πρωτεύουσα και τις άλλες πόλεις, εκτός από τη Μήθυμνα και την Ερεσό, έκανε έδρα του τη Μυτιλήνη και έκοψε νομίσματα. Ύστερα από δύο χρόνια, όμως, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Παλαιολόγος εκστράτευσε με 84 πλοία, έδιωξε τον Κατάνια και άφησε κυβερνήτη του νησιού τον Αλέξιο Φιλανθρωπινό. Σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής κυριαρχίας, το νησί χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας επιφανών εξόριστων, όπως της Ειρήνης, συζύγου του Λέοντα Δ’, του πατριάρχη Ιγνάτιου Ραγκαβέ, του Κωνσταντίνου του Μονομάχου, του Λέοντα Κουροπαλάτη κ.ά. Το 1355 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος παραχώρησε τη Λ. στον Γενοβέζο Φραγκίσκο Γατελούζο, ως προίκα της αδελφής του Μαρίας και σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει κατά την ανάκτηση του θρόνου της Κωνσταντινούπολης από τον Ιωάννη Καντακουζηνό.
Η φραγκοκρατία και η τουρκοκρατία. Οι Γατελούζοι (ή Κατελούζοι) κυβέρνησαν το νησί επί 107 έτη και κατόρθωσαν, σεβόμενοι τα επικυριαρχικά δικαιώματα των Βυζαντινών, να αναδείξουν την ηγεμονία τους σε μια από τις σπουδαιότερες στην Ανατολή. Όλοι οι Γατελούζοι ηγεμόνες της Λέσβου, ο Φραγκίσκος Α’ (1355-76), ο γιος του Ιάκωβος (1376-97), ο Φραγκίσκος Β’ (1397-1401), ο Δορίνος (1401-49), ο Δομίνικος ή Κυριακός (1449-59) και ο Νικόλαος, εργάστηκαν για την οικονομική ανάπτυξη της ηγεμονίας τους και επεξέτειναν την κυριαρχία τους στη Θράκη (1356), στην Παλαιά Φώκαια (1402), στη Θάσο (1420), στη Σαμοθράκη (1433) και στη Λήμνο (1449). Στους κατοίκους της Λ. συμπεριφέρθηκαν με ειλικρίνεια και θρησκευτική ανεκτικότητα, γι’ αυτό και ελάχιστη επίδραση είχε η εξουσία τους στη ζωή τους. Με τη διπλωματία που ανέπτυξαν οι Γατελούζοι και με τις επιγαμίες τους με ηγεμονικούς οίκους της Δύσης και κυρίως με γόνους των βυζαντινών αυτοκρατορικών οικογενειών των Παλαιολόγων και των Κομνηνών –η σύζυγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Κατερίνα ήταν κόρη του Δορίνου– ισχυροποιήθηκαν και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο Αιγαίο. Η εξωτερική τους πολιτική ήταν γενικά καιροσκοπική, ειδικά προς τους Τούρκους όμως, εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης του νησιού, ήταν αλλοπρόσαλλη. Το 1437, επί Δορίνου, άρχισαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στον Μωάμεθ Α’ και το 1450 καταστράφηκε η Καλλονή, η οποία ανθούσε. Σταδιακά οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θάσο, τη Φώκαια, τη Σαμοθράκη και τη Λήμνο. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έγινε μια πρώτη απόπειρα κατάληψης της Λ. η οποία απέτυχε (1455). Το 1462 ο Μωάμεθ Β’, με ισχυρή ναυτική δύναμη και πεζικό, πολιόρκησε τη Μυτιλήνη, η οποία παραδόθηκε ύστερα από 27 ημέρες.
Η Λ. έμεινε υπό τουρκική κατοχή έως το 1912. Όλα αυτά τα χρόνια δέχτηκε πολλές επιδρομές Ενετών, Γάλλων, Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου και Σαρακηνών. Ερημώθηκαν χωριά (Κυδώνα, Πολύγειρος), εξισλαμίστηκε ο Κλαπάδος, έγινε ο αποικισμός των Μυτιληναίων της Σάμου από τον Κιλίτς πασά. Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Ψαριανοί, ως σύμμαχοι των Ρώσων, έκαναν επιδρομές και λεηλάτησαν το Πλωμάρι (1770) και την Πλαγιά (1773) προκαλώντας αντίποινα των Τούρκων εναντίον των κατοίκων. Η πρώτη επαναστατική κίνηση εναντίον των Τούρκων εκδηλώθηκε το 1817 από τους Παλαιολόγο Λεμονή, Καλλίνικο, Γιαννάκη, Χατζηγρηγόρη κ.ά., η οποία όμως προδόθηκε και απέτυχε. Από τη Λ. κατάγονταν μερικά εξέχοντα στελέχη της Φιλικής Εταιρείας, όπως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος, ο Γιαννούκος, οι Μπερντουμήδες κ.ά. Το 1821 απέτυχε το «στρατηγικό σχέδιο περί της Χίου και Μυτιλήνης» του Ρώσου αντιπροξένου στη Χίο Μυλωνά και οι Τούρκοι του Σιγρίου λεηλάτησαν τη Μονή Υψηλού, ενώ στη Μυτιλήνη οι χριστιανοί γλίτωσαν τη σφαγή χάρη στον Μουσταφά Κουλαξίζ. Το 1822 ο Λεμονής, με εξουσιοδότηση της Διοίκησης της Ελλάδας, επιχείρησε να ξεσηκώσει τη Μυτιλήνη, αλλά η πρόσφατη καταστροφή της Χίου έκανε διστακτικούς τους Ψαριανούς και τον Λογοθέτη και η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε. Το επόμενο έτος ο διοικητής του νησιού Μουσταφά Κουλαξίζ πρότεινε στους Ψαριανούς «φόρον ουχί ευκαταφρόνητον» για να σταματήσουν τις επιδρομές στη Λ., αλλά η συμφωνία απέτυχε και οι επιδρομές σε Πλωμάρι, Ερεσό, Τελώνια, Σίγρι συνεχίστηκαν. Σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, η Λ. ήταν τόπος συγκέντρωσης τουρκικών στρατευμάτων και ορμητήριο και καταφύγιο του τουρκικού στόλου, εξαιτίας της θέσης της, ενώ στα ύδατά της έγιναν πολλές ναυμαχίες (Ερεσός, Μυτιλήνη κ.α.). Τελικά απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στόλο, υπό τον ναύαρχο Κουντουριώτη, στις 7 Δεκεμβρίου 1912.
Αρχαιολογία, μνημεία και τέχνη. Σημαντικά αρχαία ιερά τα οποία αναφέρονται στη Λ. είναι του Ναπαίου Απόλλωνα, του Μαλόεντα Απόλλωνα και το Ασκληπιείο στη Μυτιλήνη, της Θερμίας Άρτεμης στη Θερμή, του Ποσειδώνα στη Μυτιλήνη και στην Ερεσό, της Δήμητρας και της Περσεφόνης στη Μυτιλήνη, του Ηρακλή και του Δία στη Μήθυμνα, του Διονύσου στην Άντισσα, στη Μυτιλήνη, στη Μήθυμνα και στη Βρισά. Έχουν επίσης επισημανθεί πόλεις και άλλοι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά έχουν γίνει ελάχιστες ανασκαφές μεγάλης κλίμακας. Σημαντικό και μοναδικό μέχρι στιγμής είναι το ιερό που ανέσκαψε ο Δημήτρης Ευαγγελίδης στην Κλοπεδή, ΒΔ της Αγίας Παρασκευής, όπου σώζονται ερείπια δύο αρχαϊκών ναών. Από εκεί προέρχονται 12 γνωστά σήμερα ακέραια αιολικά κιονόκρανα και πολλά άλλα κομμάτια, σπόνδυλοι και βάσεις κιόνων. Οι κολόνες (8 x 17) στον μεγάλο ναό ήταν αράβδωτες και ο θριγκός ξύλινος με πήλινη επένδυση. Η απλή, αυστηρή, αλλά και γεμάτη χάρη μορφή των κιονόκρανων της Κλοπεδής είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό έχουμε από την αρχαϊκή τέχνη του νησιού. Η εγχώρια κεραμική εξακολουθούσε να δίνει μονόχρωμα γκρίζα αγγεία με απλή επιφάνεια ή με εγχάρακτη διακόσμηση (χαρακτηριστικός ο αμφορίσκος από την Άντισσα με την επιγραφή Εύμαχος), ενώ η εισαγωγή ξένων (ροδιακών, αττικών, κορινθιακών) αγγείων υπήρξε πολύ περιορισμένη. Όμως, η σημαντική επίδραση των Λεσβίων στην αρχιτεκτονική διαφαίνεται από το γεγονός ότι από το όνομά τους χαρακτηρίζεται ένα είδος τειχοποιίας («Λεσβία οικοδομία») και ένα αρχιτεκτονικό μέλος («Λέσβιον κυμάτιον»). Η πρώτη είναι το δυσκολότερο σύστημα κτισίματος με πέτρα (όλοι οι αρμοί είναι καμπύλοι και αυτό επιτυγχάνεται με μολύβδινο έλασμα-κανόνα) και εφαρμόστηκε όχι μόνο στη Λ. (Άντισσα, Αρίσβη, Ερεσό, Ξηρόκαστρο, Αποθήκα) αλλά και στην Ιωνία και στην κεντρική Ελλάδα (Δελφοί), ενώ το «Λέσβιο κυμάτιο» στολίζει τα πιο λαμπρά μνημεία ιωνικού ρυθμού της αρχαιότητας. Από τους κλασικούς χρόνους μοναδικό μνημείο έως τώρα είναι ο ναός των Μέσων. Ο πρώτος γνωστός ιωνικός ψευδοδίπτερος ναός (8 x 14 κολόνες) χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Στο ακρωτήριο Άγιος Φωκάς, μικρός μαρμάρινος δωρικός ναός εν παραστάσει ταυτίστηκε με τον ναό του Διονύσου Βρησαγενούς. Σημαντικά λείψανα των αρχαίων πόλεων σώζονται στην Άντισσα (αψιδωτά κτίρια, τοίχοι λεσβίας οικοδομίας, ισοδομικοί), στην Πύρρα (οχυρωματικός περίβολος, λείψανα κλασικών και ρωμαϊκών κτισμάτων· μετά την καταστροφή της από σεισμό, το 231 π.Χ., κατοικήθηκε μόνο το προάστιό της στη θέση Αχλαδερή όπου βρίσκονται ρωμαϊκά ερείπια), στην Αρίσβη (μεγάλο τμήμα τείχους λεσβίας δομής με πύργο και εισόδους, μεγαροειδή σπίτια), στην Ερεσό (μέρος του παλιού περιβόλου και του ελληνιστικού ισοδομικού, ερείπια κτιρίων, λείψανα του λιμένα), σε διάφορες τοποθεσίες (Μάκαρα, Ξηρόκαστρο, Παράκοιλα, Aποθήκα) του κόλπου της Καλλονής και στη Μυτιλήνη.
Χριστιανικοί χρόνοι. Ελάχιστα μνημεία της βυζαντινής περιόδου σώζονται στο νησί. Σημαντικότερες είναι οι βυζαντινές εκκλησίες της Κοίμησης της Θεοτόκου (η Τρουλωτή) στους Πύργους Θερμής, ο Άγιος Στέφανος του Μανταμάδου και ο Ταξιάρχης του Κάτω Τρίτους. Τμήματα της εποχής των Παλαιολόγων σώζονται στα κάστρα της Μυτιλήνης και της Μήθυμνας, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είναι της εποχής των Γατελούζων και της τουρκοκρατίας. Της ίδιας εποχής είναι και τα υπόλοιπα κάστρα. Σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση το Οβρεόκαστρο (στην αρχαία Άντισσα), τα κάστρα της Ερεσού και της Καλλονής (στην αρχαία Αρίσβη), το οποίο είχε εγκαταλειφθεί το 1757, όταν χτίστηκε το νεότερο φρούριο της Λ., και του Σιγρίου. Αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής της εποχής της τουρκοκρατίας τα οποία σώζονται είναι επίσης το τζαμί του Μεσαγρού της Γέρας και το τζαμί της Μυτιλήνης, ιδιόρρυθμοι πύργοι στη Θερμή και στη Μυτιλήνη, καθώς και το σπίτι της Βαρελτζίδαινας στην Πέτρα. Επίσης, αξιόλογα μοναστήρια με πλούσια κειμήλια είναι του Λειμώνα, του Υψηλού, της Μυρσινώτισσας, του Δαμανδριού, της Περιβολής με ωραίες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες· παρόμοιες τοιχογραφίες σώζονται και στις εκκλησίες του Χριστού στα Παπιανά και του Αγίου Νικολάου της Πέτρας.
Φωτογραφία της Λέσβου, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Σεπτέμβριο του 1995 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Tα απολιθωμένα «δάση» αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Λέσβου και υπάρχουν σε διάφορα μέρη του νησιού, αλλά κυρίως μεταξύ του Σιγριού, της Ερεσού και της Άντισσας. Στη φωτογραφία, κορμός δέντρου σε απολιθωμένο δάσος του νησιού.
Μερική άποψη της Μυτιλήνης, πρωτεύουσας της Λέσβου.
Αίθουσα του Μουσείου Απολιθωμένου Δάσους και Απολιθωμάτων στο Σίγρι της Μυτιλήνης (φωτ. ΑΠΕ).
Πύργος της οικογένειας Γουτόγλου, στους Πύργους Θερμής της Λέσβου, δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής του 17ου-18ου αι.
Ακτή στο Πλωμάρι της Λέσβου.
Μερική άποψη της Μήθυμνας (Μόλυβος) στη Λέσβο.
Μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στο μοναστήρι της Περιβολής· στη φωτογραφία, τμήμα από την Υπαπαντή.
Η ονομαστή Παναγιά η Γοργόνα, στη Σκάλα της Συκαμιάς.
Η Παναγία της Πέτρας, στη Λέσβο.
Μερική άποψη του γραφικού Πολίχνιτου στη Λέσβο.
Το αρχαίο θέατρο της Μυτιλήνης.
Εσωτερικό σπιτιού στον οικισμό Νάπη της Λέσβου, στολισμένο με τοιχογραφίες του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λέσβος — from Lesbos fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσβος — from Lesbos fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέσβος — Sp Lèsbas Ap Λέσβος/Lesvos Sp Mitilėnė Ap Μυθιλήνη/Mythilēnē sen. graikų kalba L s. Egėjo j. ir Graikijos nomas …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Γώγος, Γρηγόριος — (Λέσβος 1824 ή 1828 – Βουδαπέστη 1898). Θεολόγος και λόγιος. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και μετεκπαιδεύτηκε στο Στρασβούργο. Ως ιερωμένος υπηρέτησε στην Κρήτη, στη Βραΐλα, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στη Βουδαπέστη. Ο Γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ιακωβίδης, Γεώργιος — (Λέσβος 1853 – 1932). Ζωγράφος. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα αναδείχθηκε από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1870 77), όπου διδάχθηκε ζωγραφική από τον Βικέντιο Λάντσα και τον Νικηφόρο… …   Dictionary of Greek

  • Παπαμιχαήλ, Γρηγόριος — (Λέσβος 1874 – Αθήνα 1956). Θεολόγος και συγγραφέας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Λέσβο, στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού (Ιεροσόλυμα), στη Χάλκη και στη Σάμο, σπούδασε θεολογία στην Πετρούπολη. Δίδαξε θεολογικά μαθήματα στη Σχολή του… …   Dictionary of Greek

  • Λεσβόθεν — Λέσβος from Lesbos indeclform geog̱name (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέσβε — Λέσβος from Lesbos fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσβε — Λέσβος from Lesbos fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέσβοι — Λέσβος from Lesbos fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”